Κοντοπορεία

Κοντοπορεία
Κοντοπορεία, ἡ (Α)
δύσβατος και ανηφορικός δρόμος, αλλά συντομότερος σχετικά με άλλους («εὐθέως ἐπί τὴν Κοντοπορείαν ἐπέβαλε», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + πορεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοντοπορείας — κοντοπορείᾱς , κοντοπορεία short road fem acc pl κοντοπορείᾱς , κοντοπορεία short road fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРГОС —     I.    • Argos,           Άργος, τό, значит равнина, и именно приморская равнина; в особенности это имя (так же, как Ларисса) было названием пеласгических городов.        1. Πελασγικον Άργος у Гомера (Il. 2, 681) обозначает фессалийскую… …   Реальный словарь классических древностей

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”